- αποθεωτικός
- -ή, -όαυτός που σχετίζεται με την αποθέωση, την ενθουσιώδη υποδοχή: Οι οπαδοί του κόμματος είχαν ετοιμάσει στον αρχηγό αποθεωτική υποδοχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.