αποθεωτικός

αποθεωτικός
-ή, -ό
αυτός που σχετίζεται με την αποθέωση, την ενθουσιώδη υποδοχή: Οι οπαδοί του κόμματος είχαν ετοιμάσει στον αρχηγό αποθεωτική υποδοχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποθεωτικός — ή, ό ο σχετικός με την αποθέωση («του έγινε αποθεωτική υποδοχή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθεώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα. Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”